Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΑΘ

Με επιτυχία διεξήχθη η ενημερωτική εκδήλωση σχετικά με την επερχόμενη ιδιωτικοποιήση της ΕΥΑΘ, που πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Τετάρτης 19 Ιούνη από τη Λαϊκή Επιτροπή Ε' Διαμερίσματος Θεσσαλονίκης. Το αμφιθεατράκι του πάρκου στη Μπότσαρη στο οποίο πραγματοποιήθηκε, γέμισε. Μετά τις εισηγήσεις ακολούθησε συζήτηση με τους παρεβρισκομένους.


Κύριος εισηγητής ήταν από μέρους της Λαϊκής Επιτροπής ο Ν. Ξόνογλου, Χημικός.
Καλεσμένος ήταν και ο Ν. Ζαμπέτογλου, εκπρόσωπος των εργαζομένων της ΕΥΑΘ, μέλος του ΔΣ του σωματείου, ο οποίος έλυσε και απορίες του κοινού. 


Παρακάτω παρατίθεται κείμενο της Λαϊκής Επιτροπής για το εν λόγω θέμα, το οποίο διαβάστηκε ως εισήγηση κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης:

Φίλες και φίλοι,
Σε σύντομο χρονικό διάστημα θα έχει ολοκληρωθεί, σύμφωνα με τα χρονοδιαγράμματα του ΤΑΙΠΕΔ, το ξεπούλημα της ΕΥΑΘ.
Η πρώτη φάση του διαγωνισμού ολοκληρώθηκε στις 29 Απριλίου. 

Τρεις οι διεκδικητές του νερού:
Η γαλλική SUEZ μαζί με την ΕΛΑΚΤΩΡ, συμφερόντων Μπόμπολα.  Η SUEZ ήδη κατέχει το 5% της ΕΥΑΘ.
Η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ σε κοινό σχήμα με τον επιχειρηματία Αποστολόπουλο του ομίλου Ιατρικού Κέντρου Αθηνών και την ισραηλινή εταιρία ύδρευσης MEKOROT.
Η κίνηση 136, μια πρωτοβουλία πολιτών που προτείνει την κοινωνική διαχείριση του νερού της πόλης, μέσω συνεταιρισμών σε επίπεδο γειτονιάς. Η κίνηση 136 κατάφερε να ικανοποιήσει τον όρο του διαγωνισμού που απαιτεί τη συνεργασία κάποιας εταιρίας του κλάδου ύδρευσης – αποχέτευσης, με την κατάθεση εγγυήσεων των πτυχιούχων μηχανικών που εργάζονται όλα αυτά τα χρόνια στην ΕΥΑΘ. 

Το ενδιαφέρον των επιχειρηματικών ομίλων για την ΕΥΑΘ και γενικότερα και για την ΕΥΔΑΠ και τις άλλες Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης – Αποχέτευσης, έχουν προσελκύσει τα τεράστια κέρδη τους, τα οποία παραμένουν υψηλά ακόμα και σε αυτή την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης. Οι περισσότερες λαϊκές οικογένειες λιμοκτονούν αλλά, όπως είναι φυσικό δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς νερό που το πληρώνουν χρυσάφι. 

Τα μικτά κέρδη της ΕΥΑΘ για το 2012 ανήλθαν στο ποσό των 30,5 εκ. €. Τα μετά φόρων κέρδη διαμορφώθηκαν στο ποσό των 17,78 εκ. €. Τα κέρδη βέβαια της εταιρίας συνδέονται και με τις περικοπές των μισθών των εργαζομένων κατά 35 – 40% καθώς και από τη μείωση του προσωπικού που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια. Τα κενά στο προσωπικό καλύπτουν εργαζόμενοι εργολαβικών εταιριών με μισθούς πείνας, ενώ η ΕΥΑΘ πληρώνει σημαντικά ποσά στους εργολάβους, οι οποίοι απασχολούν τους εργαζόμενους αυτούς. 

Το Δημόσιο και οι Δήμοι έχουν συνολικές οφειλές προς τις Εταιρίες Ύδρευσης ύψους 356 εκ. €. Το κράτος θα χάσει με τις ιδιωτικοποιήσεις αυτές έσοδα από τα μερίσματα που του αναλογούν, ενώ με τα χρήματα που θα αποκομίσει από την πώληση θα πρέπει να πληρώσει τα χρέη στους νέους ιδιοκτήτες. 

Το πρόσχημα για το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας είναι για τη συγκυβέρνηση, το δημόσιο χρέος. Υποτίθεται αφ’ ενός ότι με την ιδιωτικοποίηση θα εισρεύσουν έσοδα στα ταμεία του κράτους και αφετέρου το κράτος θα απαλλαγεί από τις δαπάνες για τη λειτουργία των επιχειρήσεων που θα έχουν ιδιωτικοποιηθεί. 

Με αυτόν τον τρόπο, όπως ισχυρίζονται τα προπαγανδιστικά επιτελεία της εκποίησης, ότι θα μειωθεί το δημόσιο χρέος και μαζί του θα εκλείψουν τα αίτια της λιτότητας. Η ζωή όμως, λέει πως η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που αποκαλύπτει το ψεύδος των πλεονεκτημάτων των ιδιωτικοποιήσεων είναι η Βρετανία. Εδώ και 30 χρόνια η Βρετανία, αποτελεί τη “Μέκκα” όπου βασιλεύει η αρχή “η κοινωνία δεν είναι τίποτα, το άτομο είναι το παν”. Στη θέση του ατόμου βάλτε τις περίφημες αγορές. Ας δούμε σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ και της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, ποιο είναι το αποτέλεσμα μιας τριακονταετούς εφαρμογής της πολιτικής της ιδιωτικοποίησης στη Βρετανία, σχετικά με το Δημόσιο χρέος της χώρας. Το 1980, τέσσερα χρόνια από την έλευση του ΔΝΤ στο Λονδίνο, έπειτα από πρόσκληση των Εργατικών και ένα χρόνο μετά την άνοδο της Θάτσερ στην πρωθυπουργία, συνολικά το Δημόσιο και το Ιδιωτικό χρέος στη χώρα ήταν στο 160% του ΑΕΠ της. Σήμερα το συνολικό χρέος της χώρας ξεπερνά το 400% του ΑΕΠ της, δηλαδή έχει υπερδιπλασιαστεί. 

Ας έρθουμε τώρα στην Ελληνική πραγματικότητα. Στη χώρα μας, ειδικά από το 2000 και μετά, έχουμε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, που άλλοτε βαφτίστηκε “μετοχοποίηση”, άλλοτε “αποκρατικοποίηση” και άλλοτε “αξιοποίηση” της δημόσιας περιουσίας. 

Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, ξεπουλήθηκαν τα ναυπηγεία, το 90% του ΟΤΕ, το 90% του τραπεζικού τομέα, το 49% της ΔΕΗ, το 72% των “Ελληνικών Πετρελαίων”, ο ΟΠΑΠ, το 39% της ΕΥΔΑΠ, το 26% της ΕΥΑΘ και έπεται συνέχεια, ο ΟΛΠ και ο ΟΛΘ και ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
Το Δημόσιο χρέος της Ελλάδας από 127 δις. € που ήταν την 1/1/2000, παρά το ξεπούλημα που ήδη έχει συντελεστεί, παρά τις αναδιαρθρώσεις και τα κόντρα κουρέματα, υπολογίζεται από τους ίδιους τους αστούς αναλυτές ότι το 2014 θα είναι στα 360 δις €, δηλαδή τριπλάσιο από την εποχή του περίφημου “εκσυγχρονισμού”. 

Αν η ιδιωτικοποίηση μειώνει το χρέος, τότε γιατί το χρέος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στην Ελλάδα από τα 60 δις € που ήταν  το 2000, έφτασε το 2009, προ κρίσης, στα 254 δις €, δηλαδή τετραπλασιάστηκε; 

Η εξήγηση είναι ξεκάθαρη, σε όσους αντιλαμβάνονται ότι το κράτος εκφράζει τα συμφέροντα αυτών που έχουν στα χέρια τους τα εργοστάσια, τις τράπεζες, τα μέσα παραγωγής.
Δεν πωλούν λόγω του δημόσιου χρέους. Ξεπουλούν λόγω του ταξικού χρέους. Παραδίδουν στην ολιγαρχία, ότι απέμεινε από τη Δημόσια περιουσία, διασφαλίζοντας στους κεφαλαιοκράτες ασφαλείς όρους να διοχετεύσουν τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαιά τους. Το ίδιο ταξικό χρέος τους καθοδηγεί να αποστερούν από το λαό μισθούς, συντάξεις, κοινωνική φροντίδα, εργασιακά δικαιώματα.
Για να επιστρέψουμε όμως στην περίπτωση της πλήρους ιδιωτικοποίησης της ΕΥΑΘ και ΕΥΔΑΠ, τα μονοπώλια, πέρα από τα τεράστια κέρδη που περιμένουν να αποκομίσουν, επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν τις εταιρίες ύδρευσης ως εφαλτήριο, ένα σκαλοπάτι δηλαδή για να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και σε άλλους χρυσοφόρους τομείς, όπως της ενέργειας, της διαχείρισης απορριμμάτων, της ανακύκλωσης. 

Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε ότι το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα υδροδότησης. Πάνω από 1 δις άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε καθαρό νερό. Σύμφωνα λοιπόν με τους κεφαλαιοκρατικούς κανόνες, το νερό, από κοινωνικό αγαθό το μετέτρεψαν σε εμπόρευμα και οι πολυεθνικές εταιρίες διαχείρισης των  υδάτων βρίσκονται στη λίστα με τις μεγαλύτερες σε ισχύ πολυεθνικές του κόσμου. Ο τζίρος των πολυεθνικών ύδατος έχει ξεπεράσει τα 150 δις δολάρια ετησίως, σε μια “αγορά νερού”, που σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα η αξία του νερού ανέρχεται σε 1 τρις δολάρια. 

Πώς παράγεται όμως αυτός ο πλούτος και με τι επιπτώσεις; Το 2010 η γενική συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε ψήφισμα για την αναγνώριση της ύδρευσης και της αποχέτευσης ως ανθρώπινο δικαίωμα. Η πραγματικότητα όμως, είναι να εφαρμόζεται ένα εκτεταμένο πρόγραμμα για την πώληση της Δημόσιας περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων των υποδομών ύδρευσης και αποχέτευσης, στους ιδιώτες. 

Σύμφωνα με έκθεση τον Οκτώβριο του 2011, του Ειδικού Εισηγητή του ΟΗΕ, η αγοραπωλησία του ανθρώπινου δικαιώματος σε ασφαλές πόσιμο νερό και αποχέτευση αποτελεί μια κατάσταση πιο συχνή στην Ευρώπη από ότι σε οποιαδήποτε άλλη ήπειρο. Η πολιτική αυτή προωθείται τόσο από Ε.Ε. όσο και από το ΔΝΤ, στο όνομα της βελτίωσης των υπηρεσιών και της αντιμετώπισης του δημόσιου χρέους των χωρών που ξεπουλούν το νερό. 

Σύμφωνα με την έκθεση, επίσης, οι υπηρεσίες των ιδιωτικοποιημένων εταιριών ύδρευσης χειροτερεύουν, οι θέσεις εργασίας μειώνονται, τα ιδιωτικά μονοπώλια εισπράττουν για δεκαετίες φουσκωμένα κέρδη, ενώ το ποσό των χρημάτων που καταβάλλεται από τους ιδιώτες αγοραστές είναι πάντα πολύ μικρότερο των προσδοκιών. 

Στη Βρετανία η πλήρης ιδιωτικοποίηση του νερού έφερε αυξήσεις κατά 67% μεταξύ 1989 και 1995 και 245% μέχρι το 2006. Το ποσοστό των διακοπών των παροχών ανέβηκε κατά 177%. Παράλληλα εμφανίστηκαν αλλεπάλληλα κρούσματα δυσεντερίας λόγω
κρυπτοσποριδίασης, διαρροές στους αγωγούς ύδρευσης που υπολογίζονται σε 200 λίτρα ανά πολίτη, απολύσεις περίπου 8000 εργαζομένων. 

Με όλη αυτή την πληθώρα των πληροφοριών για τις συνέπειες των ιδιωτικοποιήσεων σε όσες χώρες εφαρμόστηκε αυτή η πολιτική, λίγοι θα είναι αυτοί που θα συμφωνούσαν με τη διαχείριση του νερού από ιδιώτες. 

Αυτό από μόνο του δε φτάνει. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε για ποιο δρόμο ανάπτυξης πρέπει να αγωνιστούμε, ποια θα είναι η πολιτική που θα διασφαλίσει την αξιοποίηση του νερού για να  το σύνολο των αναγκών του λαού. Όχι μόνο για την ύδρευση, αλλά και την άρδευση, την αποχέτευση, την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τη χρήση της δύναμης του νερού. Ποια πολιτική θα στηρίξει την εγχώρια αγροτική και βιομηχανική παραγωγή, την ανάπτυξη όλων των γεωγραφικών διαμερισμάτων, την αντιπλημμυρική προστασία των πόλεων; 

Φτάνει η αλλαγή της τρικομματικής κυβέρνησης; Είμαστε ικανοποιημένοι με τη διατήρηση της σημερινής κατάστασης, της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης από το τωρινό κράτος και τους δήμους; 

Η πορεία της ΕΥΑΘ όλα αυτά τα χρόνια, ούτε τυχαία είναι ούτε μεμονωμένη. Ακολουθεί την πολιτική της Ε.Ε. για το νερό, που αποτυπώνεται σε σχετική οδηγία και η οποία προωθεί την εμπορευματοποίησή του, επιβάλλοντας νέα αντιλαϊκή πολιτική τιμολόγησής του, με το νέο σχέδιο προστασίας των Ευρωπαϊκών υδάτων. 

Η κοινοτική οδηγία πλαίσιο για το νερό του 2000, με την οποία εναρμονίστηκε η ελληνική νομοθεσία το 2003, θέτει σε πρώτη προτεραιότητα την εξοικονόμηση της ζήτησης του νερού, αντί να βάλει στόχο τη μεγιστοποίηση της προσφοράς σε κάθε υδατικό διαμέρισμα. 

Η ποσότητα νερού που διατίθεται εξαρτάται από το κλίμα της περιοχής, το ανάγλυφο του εδάφους, την ύπαρξη δασών για να συγκρατούν το νερό, διάφορα έργα – ταμιευτήρες - για να μαζεύουν το βρόχινο νερό και τέλος από τις εγκαταστάσεις της εταιρίας ύδρευσης και τη σωστή επεξεργασία του νερού, ώστε να φτάσει στη βρύση του καταναλωτή κατάλληλο για πόση. 

Η κοινοτική οδηγία δεν εστιάζει ούτε στα τεχνικά έργα, ούτε και στις τεχνικές εμπλουτισμού των υπόγειων και επίγειων υδροφορέων, ούτε στην αναγκαιότητα προστασίας των δασών. Αντιπαραθέτει την προτεραιότητα χρήσης του νερού για ύδρευση με τις χρήσεις του νερού σε κλάδους παραγωγής, όπως των τροφίμων και της ενέργειας, που είναι απαραίτητοι για να καλυφθούν οι ανθρώπινες ανάγκες. Εισάγει η κοινοτική οδηγία την αειφόρο διαχείριση του νερού και με το μανδύα της προστασίας του υδάτινου περιβάλλοντος, μεθοδεύεται η αύξηση της τιμολόγησης του νερού, ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα και στη λαϊκή κατανάλωση στις πόλεις. 

Είναι υποκριτικό, να επικαλούνται την προστασία του περιβάλλοντος, αφού υπάρχουν τεχνολογίες και τεχνικές λύσεις που επιτρέπουν την εξοικονόμηση κατανάλωσης του νερού χωρίς αλλαγή της τιμολογιακής πολιτικής. Ενδεικτικά αναφέρουμε την τεχνική δυνατότητα ανακύκλωσης του χρησιμοποιημένου νερού με διαχωρισμό των χρήσεών του. 

Η συγκεκριμένη οδηγία πλαίσιο εξειδικεύθηκε με νεότερη το 2004, σχετικά με τις διαδικασίες ανάθεσης στο κεφάλαιο των υπηρεσιών ύδρευσης – αποχέτευσης. Υιοθετώντας αυτό το πλαίσιο διαχείρισης του νερού οι δημοτικές και δημόσιες επιχειρήσεις αντικειμενικά θυσιάζουν τις ανάγκες του λαού στο βωμό της κερδοφορίας. 

Η εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας 2000/60 για το νερό αποτελεί το όχημα για την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ 2014 – 2020, η οποία έχει στόχο τη συγκέντρωση κεφαλαίου και γης στον αγροτικό τομέα. Έχουν γίνει συμφωνίες με τον ΠΟΕ για αύξηση των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων προς τις κοινοτικές χώρες από Βραζιλία, Αργεντινή κλπ. σε αντάλλαγμα της απρόσκοπτης εξαγωγής κοινοτικών βιομηχανικών εμπορευμάτων. 

Υποκριτική και αντιλαϊκή είναι και αρχή ¨ο ρυπαίνων πληρώνει¨, η οποία στην πράξη νομιμοποιεί τη ρύπανση και μεταθέτει το κόστος διαχείρισης των αποβλήτων στα λαϊκά στρώματα. (Ασωπός)
Επιπλέον η προώθηση της ευρωενωσιακής πολιτικής, για την ¨απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας¨, έχει σαν αρνητικές συνέπειες όχι μόνο τις απανωτές αυξήσεις των τιμών για τη λαϊκή οικογένεια και την κατεδάφιση των εργασιακών σχέσεων στον κλάδο αυτό, αλλά και την επιβράδυνση στην ανάπτυξη των μεγάλων υδροηλεκτρικών σταθμών. 

Οι ιδιώτες επενδυτές προτιμούν τα μεγάλα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα και τους μικρότερους υδροηλεκτρικούς σταθμούς, που διασφαλίζουν υψηλότερο ποσοστό κέρδους, μικρότερο χρόνο απόσβεσης της επένδυσης και ταυτόχρονα αυτές οι επιλογές ενισχύονται από το κράτος. 

Κάποια συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε από όσα προαναφέραμε είναι τα εξής:
Οι εταιρίες που εμπορεύονται το νερό με γνώμονα το κέρδος τους, εμφανίστηκαν πολύ πριν ξεκινήσει η καπιταλιστική κρίση και εμφανιστούν τα μνημόνια. Είναι γνήσια τέκνα του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης. Υπάρχουν διάφορά μοντέλα διαχείρισης των οργανισμών ύδρευσης, και όχι μόνον αυτών. Η πλήρης ιδιωτικοποίηση, η σύμπραξη δημόσιου – ιδιωτικού τομέα, η σύμπραξη δημοτικών φορέων και ΜΚΟ, καθώς και των δημόσιων επιχειρήσεων που λειτουργούν με κριτήριο το κέρδος και τους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς. 

Κοινός παρανομαστής όλων των παραπάνω είναι ότι αποδέχονται τη θυσία των λαϊκών αναγκών στο βωμό της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου. Ο εγκλωβισμός του κινήματος στην αναζήτηση της λιγότερο επώδυνης διαχείρισης, το οδηγεί από ήττα σε ήττα. 

Μέσα στο υπάρχον κοινωνικοπολιτικό σύστημα, οι δημοτικές επιχειρήσεις για να παραμείνουν κερδοφόρες είναι υποχρεωμένες να αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων, να μειώνουν τον αριθμό τους και να αυξάνουν τα τιμολόγια. Οι ιδιωτικοί όμιλοι αναζητούν να επενδύσουν τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαιά τους σε νέα πεδία κερδοφορίας και αναλαμβάνουν τα πιο κερδοφόρα τμήματα των υπηρεσιών του νερού, είτε άμεσα είτε έμμεσα, χρησιμοποιώντας τη μάσκα των ΜΚΟ και της κοινωνικής οικονομίας. Έτσι, οι μονοπωλιακοί όμιλοι δεν εμπλέκονται με τη διαχείριση τμημάτων των επιχειρήσεων ύδρευσης που δεν είναι αποδοτικά με κριτήριο το ποσοστό κέρδους, όπως η συντήρηση του παλαιού δικτύου ύδρευσης – αποχέτευσης. Αντίθετα, εστιάζεται το ενδιαφέρον τους, στην πώληση υπηρεσιών και προϊόντων υψηλής τεχνολογίας (οπτικές ίνες στα δίκτυα αποχέτευσης), στην κατασκευή νέων έργων υποδομής, σε παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα. 

Σε ορισμένες χώρες της Ε.Ε. ξεκίνησε μια στροφή από την πλήρη ιδιωτικοποίηση, στις ΣΔΙΤ και στη λεγόμενη επαναδημοτικοποίηση. Πρωταγωνιστές για τη στροφή αυτή είναι οι εταιρίες διαχείρισης των υδάτων, αλλά και άλλοι κλάδοι του κεφαλαίου, των οποίων η κερδοφορία επηρεάζεται από τη διαχείριση του νερού. Οι ίδιοι ισχυροί όμιλοι, όπως η SUEZ και η VEOLIA εξηγούν με δικές τους δημοσιεύσεις γιατί θεωρούν πιο κερδοφόρα λύση την πώληση συγκεκριμένων υπηρεσιών ύδρευσης μέσω συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, συγκριτικά με την πλήρη ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων, που σε αρκετές περιπτώσεις περιλαμβάνει λειτουργικές δαπάνες που περιορίζουν το ποσοστό κέρδους. 

Πλήθος μελετών του ΟΟΣΑ, της παγκόσμιας τράπεζας, αναζητούν τα βέλτιστα μοντέλα σύμπραξης δημόσιου – ιδιωτικού τομέα με τη συμβολή δημοτικών επιχειρήσεων και ΜΚΟ με γνώμονα τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. 

Η ουσιαστική ιδιωτικοποίηση μπορεί να υλοποιηθεί εύκολα και από την πίσω πόρτα των δημοτικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα σήμερα, που προωθείται η νέα οδηγία της Ε.Ε. για τις συμβάσεις παραχώρησης, σύμφωνα με την οποία οι Δήμοι πρέπει να δέχονται προσφορές για τις συμβάσεις από όλα τα κράτη της Ε.Ε. 

Το λεγόμενο κίνημα επαναδημοτικοποίησης που εμφανίστηκε σε ορισμένες πόλεις, δεν αμφισβητεί ουσιαστικά την εμπορευματοποίηση, την επιχειρηματική δράση με γνώμονα το κέρδος. Διατηρεί την ανταποδοτική λειτουργία των δημοτικών επιχειρήσεων, όπου η πρόσβαση στο νερό εξαρτάται από την οικονομική δυνατότητα του καταναλωτή. Στο Παρίσι π.χ., μετά από την αύξηση των τιμολογίων που ξεπέρασε το 200% την 25ετία που προηγήθηκε της επαναδημοτικοποίησης, επέφερε μια ελάχιστη μείωση κατά 8%. 

Στη Θεσσαλονίκη, πρωτοβουλίες που εμφανίστηκαν με τη σημαία του κοινωνικού ελέγχου, όπως η κίνηση 136, βρέθηκαν τελικά να υποστηρίζονται από το ίδρυμα Μπιλ Γκέιτς και από Αμερικανούς επενδυτές κοινωνικής ευθύνης, όπως συνεταιριστικές τράπεζες. 

Το κράτος και ιδιαίτερα η τοπική κρατική διοίκηση (δήμοι, περιφέρειες) υπηρετούν με όλους τους δυνατούς τρόπους τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων. Τόσο με τις ιδιωτικοποιήσεις και τις ΣΔΙΤ, όσο και με τις δημόσιες επιχειρήσεις, που λειτουργούν με γνώμονα το κέρδος.
Αυτό αποδεικνύεται όχι μόνο από την πορεία ΕΥΑΘ, ΕΥΔΑΠ, αλλά και με τη σημερινή λειτουργία της ΔΕΗ, των δημοσίων νοσοκομείων, με τα τροφεία των παιδικών σταθμών. 

Γι’ αυτούς τους παραπάνω λόγους, ο αγώνας μας ενάντια στα σχέδια της τρικομματικής κυβέρνησης για ιδιωτικοποίηση της ΕΥΑΘ, δεν πρέπει να περιοριστεί στη διατήρηση της σημερινής μετοχικής της σύνθεσης και την αποδοχή λειτουργίας των δημοτικών και δημόσιων επιχειρήσεων με κριτήριο το κέρδος. 

Η γραμμή των δυνάμεων που περιμένουν στη σειρά για να αναλάβουν τη διαχείριση του συστήματος, από τη στιγμή που αποδέχονται την Κοινοτική οδηγία εμπορευματοποίησης του νερού, εγκλωβίζει τον αγώνα και συσκοτίζει τον πραγματικό αντίπαλο. Αποσυνδέουν σκόπιμα την κυβερνητική πολιτική των μνημονίων για το νερό, από την εξουσία των μονοπωλίων και την Ε.Ε., τα ταξικά συμφέροντα των οποίων υπηρετεί αυτή η πολιτική. 

Μέσα στα τείχη του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και ακολουθώντας τις δεσμευτικές οδηγίες της Ε.Ε, καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να διασφαλίσει φιλολαϊκή διαχείριση του νερού και να ικανοποιήσει τις κοινωνικές ανάγκες. 

Η αξιοποίηση του νερού προς όφελος του λαού προϋποθέτει ένα ριζικά διαφορετικό τρόπο ανάπτυξης, με κοινωνικοποιημένα τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας και εργατικό έλεγχο. 

Μέσα σε αυτό το καθεστώς της σοσιαλιστικής οικονομίας, η γη, οι υδάτινοι πόροι, τα δάση, τα εργοστάσια παραγωγής νερού, τα δίκτυα ύδρευσης, άρδευσης, η υποδομή αποχέτευσης και επεξεργασίας λυμάτων, οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί, θα αποτελούν κοινωνική κρατική ιδιοκτησία και ο κεντρικός σχεδιασμός θα μπορεί να προβλέπει και να ικανοποιεί το σύνολο των λαϊκών αναγκών.
Για να ανοίξει ο δρόμος προς αυτή τη μόνη ελπιδοφόρα διέξοδο της εργατικής εξουσίας, οι σημερινοί αγώνες ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις ΕΥΑΘ και ΕΥΔΑΠ, πρέπει να στοχεύουν στην ανατροπή της κοινοτικής πολιτικής της εμπορευματοποίησης του νερού. Στην ανατροπή αυτής της πολιτικής που επιτρέπει την επιχειρηματική δράση με κριτήριο το κέρδος, τόσο από ιδιωτικούς ομίλους, όσο και από δημοτικές επιχειρήσεις. 

Για να έχει ο αγώνας συνέχεια, πρέπει οι εργαζόμενοι στις εταιρίες ύδρευσης μαζί με την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, τους ανέργους και τις λαϊκές επιτροπές να διεκδικήσουν την ικανοποίηση του συνόλου των λαϊκών αναγκών και όχι να επιλέξουν το δήθεν ¨λιγότερο επώδυνο μοντέλο¨ εμπορευματοποίησης του νερού. 

Να διεκδικήσουμε αποφασιστικά και άμεσα: 

Φθηνό, ελεγμένο ποιοτικό νερό για το λαό, με μείωση των τιμολογίων κατά 30% σε ανέργους, χαμηλόμισθους, χαμηλοσυνταξιούχους.
Πλήρη σταθερή εργασία για το σύνολο των εργαζομένων στον κλάδο.
Κατάργηση του νομοθετικού πλαισίου εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας για το νερό και της σχετικής επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Αποκλειστικά κρατική, ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτινων πόρων.
Άμεση υλοποίηση αναγκαίων τεχνικών έργων εξασφάλισης επάρκειας και ορθολογικής διαχείρισης του νερού.
Συγκρότηση ενιαίου φορέα διαχείρισης προστασίας των δασών και μετατροπής σε δημόσια περιουσία όλων των μεγάλων ιδιωτικών δασικών εκτάσεων. 

Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Πρέπει να πιστέψουμε στη δύναμή μας και να πάρουμε την τύχη μας στα χέρια μας. Μόνο η οργάνωση της λαϊκής αντεπίθεσης σε γραμμή ρήξης με τα μονοπώλια και την Ε.Ε. μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την ικανοποίηση των αναγκών μας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου